Άναψα πάλι το κερί.
Έτσι, για να μην νιώθω μόνος,
μ’ απόψε και το κρασί θαρρείς
πως το’πιασε ο πόνος.
Μου’παν πως το’χει η ξενιτιά…
θα ξεχαστείς στα χρόνια…
μα εγώ θυμάμαι θάλασσα,
το γαλανό το χρώμα.
Μου’παν θ’αποκοιμηθείς
και δεν θα νιώθεις μόνος…
μ’ ακόμα και στα όνειρα
με πιάνει ο ίδιος πόνος.
Όμως, καίει το κερί
κι’έχω την συντροφιά του…
Χωρίς πατρίδα να νοιαστεί…
Χωρίς να πει τα βάσανά του.