Βαρέθηκα να κόβω
από το δέντρο που άφησαν
οι γεννιές για βιός μου,
να τσαλαπατώ τα όνειρα
των διπλανών μου.
Βαρέθηκα το άρωμα
της δυστυχίας που καλύπτει
ακόμα κι’αυτό της άνοιξης.
Βαρέθηκα να ανηφορίζω
κατηφόρες,
ποιος μου διάλεξε
ανάποδα να πάω,
κι αυτές οι λακούβες,
λες και με γνωρίζουνε
κι’όλο με χαιρετάνε.