ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

Σκέφτηκα αρκετά

και σήμερα το βρήκα,

θα κλέψω ασήμια και χρυσά

για τάματα να ρίξω.

Θα’βρω και ράσα,

μαύρα,κατάμαυρα

σαν την οργή μου

και θα τ’αλείψω αρρώματα

για να γελάσω την συνείδησή μου.

Σήμερα άναψα και το κερί,

να φάνε κι΄οι φτωχοί,

μα σίγουρα οι θεοί τους

τους ξέχασαν κι’αυτοί.

Ασάλευτα και της ψυχής τα μεγαλεία

που δεν είχαν πληρωμή,

σαν την πρώτη την ανάσα

που την έπνιξε το κλάμα,

σαν την πρώτη την ευχή

στα άστρα,

που πέσαν σ’άλλη γη.

Και οι άλλοι επιπλεύσανε…

σαν τον αφρό στο κύμα,

κόκκινη η θάλασσα,

καράβια πια δεν είδα…

Κι έγειρε το κυπαρίσσι

να βρει καινούριο πηγαιμό

κι’αρνήθηκε ο νεκρός τον τάφο,

αρνήθηκε τον ουρανό.

Ψάχνει ο φτωχός το δρόμο,

του’δώσαν και την τιμή,

πόσα κεριά η θέση αξίζει

στου παραδείσου την αυλή;

Έγινε εμμονή και φόβος

του φτωχού η προσμονή,

σαν το δάκρυ που συνήθισε

να γεύεται η γλώσσα,

σαν το άρρωμα που αφήνει η βροχή.

Μα ο άνθός ζητά την ξαστεριά,

κάποιοι  κρύψαν τον ήλιο,

σκοτάδι ισόβειο στη γειτονιά,

κλέψαν του φτωχού στερνή χαρά.

Κι’έγδαρε δέρμα ο βοριάς…

με αίμα φτωχού γράψαν την μοίρα…

μάτια στραμμένα,βουρκωμένα,

στου κλειδοκράτορα το βήμα.

Στη φοβισμένη κόρη του ματιού

πελάγη καθρεπτίζουν,

αντανακλούν τα όνειρα

που κάποιοι τα θερίζουν.

Κι’όσο για αυτούς που κλέψανε

τον Μαη απ’τη γη,

μπροστά μας θα τους βρούμε

στου παραδείσου την αυλή…

You may also like

Leave a Reply

Your email address will not be published.