Μια φωτιά σε μια ευχή,
ένα καντήλι άσβηστο…
κάπου βυζαίνει μια ψυχή
να καταλάβει τ’άδικο.
Ήλιος κρυμμένος,
θεός σκυμμένος…
ο πόνος δίχως όνομα
στην προσμονή του τάφου.
Σε πόθους μόνιμους
κροτάλισμα θανάτου…
μάτια κλεισμένα κι’ο θεός
που ανέχτηκε τους σκάρτους…
Θύματα δίχως όνομα,
ποιος άλλωστε λογιάζει;
με αίμα ξεπλαίνει η οργή
του δαίμονα το χάδι.