Κάποτε,
πήγαινα στη λίμνη,
θυμάμαι,
πως με κράταγε στην αγκαλιά της
και τα δένδρα γύρω γύρω
σαν ομπρέλα,
ίσκιο μου κρατούσαν.
Και αυτές οι πάπιες,οι παπιούλες
δεν τρόμαζαν καθόλου,
τις είχες ειδοποιήσει ότι ήμουνα
και εγώ παιδί σου.
Τι όμορφα καλοκαίρια
στα γκριζοπράσινα νερά σου…
και τα ψάρια,
ω,εκείνα τα ψάρια,θυμάμαι
παίζαμε κυνηγητό γύρω-γύρω
στα νερά σου.
Και μαζεύονταν και ελάφια,ναι
και ζαρκάδια.
Μας κοιτούσαν
και μετά κρυβόντουσαν και αυτά.
Έτσι μας έπερνε το βραδάκι,
λες και το φεγγαράκι βιαζότανε
κι’αυτό να’ρθει.
Κι έμπαινε κι’αυτό μεσ’το νερό,
ναι το θυμάμαι,
και κάπου κάπου κρυβόταν,
έβαζε σύννεφα μπροστά του
και το’χανα.
Τι όμορφα.
Όμως σε πρόδωσα.
Ναι σε πρόδωσα.
Έτρεξα σε άλλη αγκαλιά.
Ίσως γιατί νόμιζα πως θα σε έχω για
πάντα εκεί.
Τώρα όμως αυτή η αγκαλιά
με πρόδωσε.
Είχε κι’αυτή φεγγάρια,ζαρκάδια,ψάρια,
ήταν κι’αυτή τόσο γλυκιά.
Με ξεγέλασε.
Και έτσι,
μόλις τώρα κατάλαβα
πως ένιωσες όταν σε πρόδωσα…
Θέλω να κλάψω τόσο,
ώστε από τα δάκρυα μου
να φτιάξω μια λίμνη.Ναι
θα σε ξαναφτιάξω από τα δάκρυα μου
και σου δίνω όρκο.
Ναι σου δίνω όρκο.
Τον όρκο του μετανιωμένου προδότη
πως θα’μαστε για πάντα μαζί.
Ναι για πάντα μαζί.