Γέρασα περιμένοντας…
Γέρασα περιμένοντας να μυρίσω τους ωκαιανούς,
να βρω και εκείνη τη γοργόνα,
που μου’ταξε στα όνειρα πως θα’ναι εκεί.
Και τούτο το γέρικο δέντρο
κουράστηκε βλέπωντας με να ονειρεύομαι.
Κι’ο καθρέπτης,
αυτός ο μικρός ψεύτης,δεν σταμάτησε
ποτέ να με ξεγελάει,
ή μήπως είναι η ψυχή μου αυτή που βλέπω
και τα κουρασμένα θαμπά μου μάτια
δεν το καταλαβαίνουν.
Πάντως δεν είμαι μόνος,
έχω τον ίσκιο μου για συντροφιά
κι’ας τον απαρνιέμαι.
Όμως άντρα εσύ του φθινοπώρου
πρέπει να ξαναγεννηθείς
απ’την παρθένα μήτρα του δάσους
που το δρόσισε από έρωτα το φεγγάρι.
‘Ανδρα, εσύ της άνοιξης,
πρέπει να ξαναδείς απ’την αρχή.
Όχι τα χιόνια που λιώνουν,
ούτε τα μπουμπούκια που δακρύζουν.
Άνδρα της άνοιξης,
πρέπει να δεις απ’την αρχή
αυτά που δεν γεννήθηκαν ακόμα.
Άνδρα εσύ του καλοκαιριού,
εσύ που θα συναντήσεις την θάλασσα
και θα πατίσεις στην παρθέννα ακρογυαλιά.
Άνδρα εσύ της πανσελήνου,
χώσε βαθιά τα πόδια σου στην άμμο
για να σε νιώσει η γη.
Άνδρα εσύ της χειμωνιάς,
γιέ του χιονιού και του βοριά.
Πιές τους κεραυνούς που θα σε βρούν,
στο απόλυτο του τίποτα που θα σε ξεναγούν
εσύ να φτύνεις την φωτιά να τους προλάβεις.